- εξάλλομαι
- ἐξάλλομαι (Α) [άλλομαι]1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς [λέων] βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.)2. τινάζομαι από τη θέση μου3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό4. (για μέλος τού σώματος) εξαρθρώνομαι5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα6. (για άλογα) στέκομαι όρθιος στα πίσω πόδια7. πρήζομαι, εξογκώνομαι9. καταφεύγω («πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῑνο... ἐξάλλονται», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.